ανείπον

ανείπον
ἀνεῑπον (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. του αναγορεύω*)
1. αναγορεύω*, ανακηρύσσω
«κᾱρυξ ἀνέειπέ νιν» — ο κήρυκας τον αναγόρευσε νικητή (Πίνδ.)
2. διακηρύσσω, προαναγγέλλω «τῷ ἀπειθοῡντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῑπεν» — διακήρυξε τι περιμένει όποιον απειθαρχήσει (Ξεν.)
3. προκηρύσσω «κήρυγμα τόδε ἀνειπῶν... τὸν μὲν βουλόμενον μένειν» — αφού έκανε την εξής προκήρυξη (Θουκ.)
4. ειδοποιώ ή δίνω παράγγελμα (στην εκκλησία του δήμου, στο θέατρο κ.λπ.) «ὁ δ’ ἀνεῑπεν, εἴσαγ’ ὦ Θέογνι, τὸν χορὸν» (Αριστοφ.)
5. φωνάζω δυνατά
6. επικαλούμαι τους θεούς
7. ανειρήσθω
να θεωρηθεί ότι έγινε η αναγόρευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνεῖπον — ἀνειπεῖν aor ind act 3rd pl ἀνειπεῖν aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαγγελία — η (AM ἐξαγγελία) νεοελλ. αναγγελία, γνωστοποίηση, είδηση, δήλωση μσν. 1. διατύπωση («ἀνεῑπον... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ ἐξαγγελίας χρησμῶν», θωμ. Μάγιστρ.) 2. εξομολόγηση αρχ. 1. (για κατασκόπους) μετάδοση μυστικών αγγελιών στον εχθρό, κατάδοση («τοὺς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”